- δικωπώ
- δικωπῶ (-έω) (Α)1. κωπηλατώ με τα δύο κουπιά2. (στους αρχ. κωμικούς) κάνω άσεμνες χειρονομίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικώπῳ — δίκωπος two oared masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικώπωι — δικώπῳ , δίκωπος two oared masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek